- ραβδοσκοπία
- η разведка полезных ископаемых щупом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραβδοσκοπία — Μέσο για την ανακάλυψη υπογείων στρωμάτων νερού ή και κοιτασμάτων μεταλλεύματος, με χρησιμοποίηση μικρού διχαλωτού ραβδιού, που κρατιέται ελαφρά και κάνει παλμικές κινήσεις. Τις κίνησεις αυτές τις νιώθει εκείνος που κρατάει το ραβδί, τη στιγμή… … Dictionary of Greek
ραβδοσκοπία — η η μαντεία με τη βοήθεια ραβδιού, η επισήμανση αντικειμένων που βρίσκονται βαθιά στη γη και κυρίως νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβδοσκοπικός — ή, ό, Ν [ραβδοσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραβδοσκοπία ή στον ραβδοσκόπο ή αυτός που γίνεται με ραβδοσκοπία («ραβδοσκοπική έρευνα») … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
ραβδομαντεία — η / ῥαβδομαντεία, ΝΜΑ, και ραβδομαντία Ν μαντεία που γίνεται με τη χρήση ράβδου αλλ. ραβδοσκοπία αρχ. μορφή κληρομαντείας στην οποία ως κλήρους χρησιμοποιούσαν μικρά ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαντεία] … Dictionary of Greek
ραβδοσκοπώ — έω, Ν [ραβδοσκόπος] ενεργώ ραβδοσκοπία, είμαι ραβδοσκόπος … Dictionary of Greek
ραβδοσκόπος — ο, η, Ν αυτός που με τη βοήθεια μικρής ράβδου προσπαθεί να επισημάνει νερό ή μετάλλευμα μέσα στη γη, πρόσωπο που ασκεί ραβδοσκοπία, ραβδομάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράβδος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ωρο σκόπος] … Dictionary of Greek
ραβδομαντεία — η ραβδοσκοπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)